- σκλήρυσμα
- σκλήρ-υσμα, ατος, τό,= σκλήρωμα, Hp.Coac.559.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκλήρυσμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκλήρυσμα — το, ΝΑ [σκληρύνω] ιατρ. το σκλήρωμα … Dictionary of Greek
σκληρύσμασι — σκλήρυσμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρύσματα — σκλήρυσμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρύσματι — σκλήρυσμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)